- εμπρέπει
- απρόσ. подобает, следует;
ως εμπρέπει — как подобает
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ως εμπρέπει — как подобает
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐμπρέπει — ἐμπρέπω to be conspicuous in pres ind mp 2nd sg ἐμπρέπω to be conspicuous in pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπρέπω — ἐμπρέπω (Α) διακρίνομαι σε κάτι, διαπρέπω, ξεχωρίζω («ἀρεταῑς τε ποικίλαις ἐμπρέποντας», Μην. Ωδ.) αρχ. 1. είμαι καταφανής, φανερός («λίπος ἐπ ὀμμάτων αἵματος ἐμπρέπειν», Αισχ.) 2. είμαι ένδοξος, περιφανής, διακρίνομαι 3. αρμόζω, είμαι κατάλληλος … Dictionary of Greek